-
1 εκκυβισταω
1) опрокидываться, падать вниз, низвергаться(ἐς κρᾶτα πρὸς γῆν Eur.)
2) кувыркаться(δινεῖσθαι καὴ ἐ. Xen.)
3) выскакивать головой вперед, высвобождаться(ἐ. καὴ σώζεσθαι Plut.)
См. также в других словарях:
εκκυβιστώ — ( άω) (Α ἐκκυβιστῶ) νεοελλ. επανέρχομαι από την κυβίστηση στην όρθια στάση αρχ. 1. πέφτω κατακέφαλα («δίφρων ἐς κρᾱτα πρὸς γῆν ἐκκυβιστώντων βίᾳ», Ευρ. Ικ.) 2. (για χορευτές) κάνω τούμπες προς τα πίσω … Dictionary of Greek